δίσκοι

δίσκοι
δίσκος
quoit
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσοσπονδύλιοι δίσκοι — Δίσκοι μεταξύ των γειτονικών σπονδύλων, που αποτελούνται από ινοχόνδρινο δακτύλιο, ο οποίος περιβάλλει έναν ζελατινοειδή πυρήνα. Ενεργούν ως αποσβεστήρες κραδασμών …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Giro Apo T'Oneiro — Γύρω Από Τ Όνειρο Studio album by Elena Paparizou Released …   Wikipedia

  • νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • φωνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή στον φωνογράφο (α. «φωνογραφικοί δίσκοι» οι δίσκοι τού φωνογράφου β. «φωνογραφική απόδοση»). επίρρ... φωνογραφικώς και φωνογραφικά Ν από φωνογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνογράφος ή… …   Dictionary of Greek

  • βινύλιο — (vinyl). Είδος πλαστικού που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία (π.χ. Τεφλόν). Ο όρος β. συνδέθηκε όμως και με την εξέλιξη της δισκογραφικής βιομηχανίας, και ευρύτερα την οικιακή αναπαραγωγή της μουσικής, καθώς από αυτό το υλικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”